Ἰσιακός

Ἰσιακός
Ἰσ-ῐᾰκός [ῑ], ή, όν,
A of or for Isis,

σύνοδος IGRom.1.1303

(Philae, i B.C.): Subst. [suff] Ἰς-κός, , priest of Isis, Dsc.3.23, Plu.2.352b.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Ισιακός — ή, ό (Α) (Ἰσιακός, ή, όν) [Ίσις] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη θεά Ίσιδα («Ισιακά μυστήρια»«) αρχ. το αρσ. ως ουσ. ὁ Ἰσιακός ιερέας τής Ίσιδος …   Dictionary of Greek

  • Ἰσιακός — Ἰ̱σιακός , Ἰσιακός of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰσιάδ' — Ἰσιάδα , Ἰσιακός of fem acc sg Ἰσιάδι , Ἰσιακός of fem dat sg Ἰσιάδε , Ἰσιακός of fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰσιακῶν — Ἰ̱σιακῶν , Ἰσιακός of fem gen pl Ἰ̱σιακῶν , Ἰσιακός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰσιακόν — Ἰ̱σιακόν , Ἰσιακός of masc acc sg Ἰ̱σιακόν , Ἰσιακός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰσιακαῖς — Ἰ̱σιακαῖς , Ἰσιακός of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰσιακοί — Ἰ̱σιακοί , Ἰσιακός of masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰσιακούς — Ἰ̱σιακούς , Ἰσιακός of masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰσιακῷ — Ἰ̱σιακῷ , Ἰσιακός of masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰσιάδα — Ἰσιακός of fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰσιάδι — Ἰσιακός of fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”